αντίστοιχο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντίστοιχο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντίστοιχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντίστοιχο ουδέτερο
- (έναρθρο) κάτι που επιτελεί την αντίστοιχη λειτουργία με κάτι άλλο
- ο καγκελάριος στο γερμανικό πολιτικό σύστημα είναι το αντίστοιχο του δικού μας πρωθυπουργού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντίστοιχο