αποκαρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκαρώνω < από + κάρος (νάρκη)

Ρήμα[επεξεργασία]

αποκαρώνω

  • περιπίπτω σε λήθαργο «η ζέστη με αποκάρωσε»

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]