ασκημαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασκημαίνω < άσχημος

Ρήμα[επεξεργασία]

ασκημαίνω

  1. κάνω κάποιον ή κάτι δύσμορφο, ασχημαίνω
  2. γίνομαι άσχημος, δύσμορφος
    μετά την πλαστική της, ασκήμυνε χωρίς να το θέλει

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]