αστοχεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστοχεύω < αστοχώ + -εύω

Ρήμα[επεξεργασία]

αστοχεύω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]