αστρική εκτροπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
αστρική εκτροπή θηλυκό
- (αστρονομία): η διαφορά θέσης ενός αστέρος στο χώρο από την προφανή θέση που θα είχε αν η Γη (σημείο παρατήρησης) παρέμενε ακίνητη,
- (αστρονομία): η φαινομενική γωνιακή μετατόπιση θέσης παρατηρούμενου ουρανίου σώματος που προκύπτει λόγω τροχιακής κίνησης της Γης (σημείου παρατηρητή)
- η αστρική εκτροπή διακρίνεται σε ημερήσια εκτροπή, ετήσια εκτροπή και κοσμική εκτροπή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστρική εκτροπή
|