αυτοχειριάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αὐτοχειρίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοχειριάζομαι < αυτόχειρας + -ιάζομαι (πβ. (ελληνιστική κοινήαὐτοχειρίζω)

Ρήμα[επεξεργασία]

αυτοχειριάζομαι (αποθετικό)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]