βάλε αλεύρι, κάμε πίτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
βάλε αλεύρι, κάμε πίτα
- γενική επισήμανση της παρουσίας του αναγκαίου στοιχείου που απαιτείται για κάθε δραστηριότητα προκειμένου αυτή να ξεκινήσει.
- ειδικότερα λέγεται, αφενός προτρεπτικά. για έναρξη κάποιας εργασίας όταν υφίστανται τα μέσα, αφετέρου σκωπτικά, όταν αυτά δεν υπάρχουν ή δεν υπάρχει η απαραίτητη σύμπραξη
- για να βγει μια εκπομπή στον αέρα απαιτείται η σύμπραξη πολλών, δεν είναι βάλε αλεύρι, κάμε πίτα!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βάλε αλεύρι, κάμε πίτα
|