βαθμός αναπηρίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
βαθμός αναπηρίας αρσενικό
- (νομικός όρος): προσδιοριστικό μέτρο εκατοστιαίας αναλογίας αναπηρίας επί παθήσεων, τραυματισμών, ακρωτηριασμών κ.λπ. για παροχή σύνταξης ή άλλων ευεργετημάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαθμός αναπηρίας
|