διαγραφείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαγραφείς < αρχαιόκλιτη μετοχή παθητικού αορίστου β' του ρήματος διαγράφω / διαγράφομαι
Επίθετο[επεξεργασία]
διαγραφείς, -είσα -έν
- που διαγράφτηκε (πχ από ένα κόμμα)
- οι διαγραφέντες βουλευτές σχημάτισαν νέα κοινοβουλευτική ομάδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαγραφείς
|