διαπεραιώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
διαπεραιώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος διαπεραιώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαπεραιώνομαι | διαπεραιωνόμουν(α) | θα διαπεραιώνομαι | να διαπεραιώνομαι | ||
β' ενικ. | διαπεραιώνεσαι | διαπεραιωνόσουν(α) | θα διαπεραιώνεσαι | να διαπεραιώνεσαι | (διαπεραιώνου) | |
γ' ενικ. | διαπεραιώνεται | διαπεραιωνόταν(ε) | θα διαπεραιώνεται | να διαπεραιώνεται | ||
α' πληθ. | διαπεραιωνόμαστε | διαπεραιωνόμαστε διαπεραιωνόμασταν |
θα διαπεραιωνόμαστε | να διαπεραιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | διαπεραιώνεστε | διαπεραιωνόσαστε διαπεραιωνόσασταν |
θα διαπεραιώνεστε | να διαπεραιώνεστε | (διαπεραιώνεστε) | |
γ' πληθ. | διαπεραιώνονται | διαπεραιώνονταν διαπεραιωνόντουσαν |
θα διαπεραιώνονται | να διαπεραιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαπεραιώθηκα | θα διαπεραιωθώ | να διαπεραιωθώ | διαπεραιωθεί | ||
β' ενικ. | διαπεραιώθηκες | θα διαπεραιωθείς | να διαπεραιωθείς | διαπεραιώσου | ||
γ' ενικ. | διαπεραιώθηκε | θα διαπεραιωθεί | να διαπεραιωθεί | |||
α' πληθ. | διαπεραιωθήκαμε | θα διαπεραιωθούμε | να διαπεραιωθούμε | |||
β' πληθ. | διαπεραιωθήκατε | θα διαπεραιωθείτε | να διαπεραιωθείτε | διαπεραιωθείτε | ||
γ' πληθ. | διαπεραιώθηκαν διαπεραιωθήκαν(ε) |
θα διαπεραιωθούν(ε) | να διαπεραιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαπεραιωθεί | είχα διαπεραιωθεί | θα έχω διαπεραιωθεί | να έχω διαπεραιωθεί | διαπεραιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαπεραιωθεί | είχες διαπεραιωθεί | θα έχεις διαπεραιωθεί | να έχεις διαπεραιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαπεραιωθεί | είχε διαπεραιωθεί | θα έχει διαπεραιωθεί | να έχει διαπεραιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαπεραιωθεί | είχαμε διαπεραιωθεί | θα έχουμε διαπεραιωθεί | να έχουμε διαπεραιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαπεραιωθεί | είχατε διαπεραιωθεί | θα έχετε διαπεραιωθεί | να έχετε διαπεραιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαπεραιωθεί | είχαν διαπεραιωθεί | θα έχουν διαπεραιωθεί | να έχουν διαπεραιωθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαπεραιώνομαι
|