διατέμνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διατέμνω < διά + τέμνω

διατέμνω

  1. διαχωρίζω, χωρίζω στη μέση
  2. κόβω κάτι στα δύο
  3. διασχίζω, διαπερνώ μια περιοχή
  4. φέρω την διατέμνουσα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]