διατέμνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]διατέμνω
- διαχωρίζω, χωρίζω στη μέση
- κόβω κάτι στα δύο
- διασχίζω, διαπερνώ μια περιοχή
- φέρω την διατέμνουσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διατέμνω
|