εκσπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
1. εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ, εκρήγνυμαι («ξέσπασε σε δάκρυα, σε φωνές, σε βρισιές κ.λπ.») 2. εκδηλώνομαι ξαφνικά, απροσδόκητα («ξέσπασε ο πόλεμος, η βροχή κ.λπ.») 3. χάνω την αυτοκυριαρχία μου, παραφέρομαι
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκσπώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
εκσπώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκσπώ
|