εναργέστερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εναργέστερα < εναργής
Επίρρημα[επεξεργασία]
εναργέστερα
- που διακρίνεται ολοκάθαρα
- που διακατέχεται από διάυγεια, σαφήνεια ή ευκρίνεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εναργέστερα
|