εξαχνίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

εξαχνίζω (el)

  • προκαλώ εξάχνωση, εκθέτω υλικό σε συνθήκες που προκαλούν εξάχνωση

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]