εξαχνίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
εξαχνίζω (el)
- προκαλώ εξάχνωση, εκθέτω υλικό σε συνθήκες που προκαλούν εξάχνωση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαχνίζω | εξάχνιζα | θα εξαχνίζω | να εξαχνίζω | εξαχνίζοντας | |
β' ενικ. | εξαχνίζεις | εξάχνιζες | θα εξαχνίζεις | να εξαχνίζεις | εξάχνιζε | |
γ' ενικ. | εξαχνίζει | εξάχνιζε | θα εξαχνίζει | να εξαχνίζει | ||
α' πληθ. | εξαχνίζουμε | εξαχνίζαμε | θα εξαχνίζουμε | να εξαχνίζουμε | ||
β' πληθ. | εξαχνίζετε | εξαχνίζατε | θα εξαχνίζετε | να εξαχνίζετε | εξαχνίζετε | |
γ' πληθ. | εξαχνίζουν(ε) | εξάχνιζαν εξαχνίζαν(ε) |
θα εξαχνίζουν(ε) | να εξαχνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξάχνισα | θα εξαχνίσω | να εξαχνίσω | εξαχνίσει | ||
β' ενικ. | εξάχνισες | θα εξαχνίσεις | να εξαχνίσεις | εξάχνισε | ||
γ' ενικ. | εξάχνισε | θα εξαχνίσει | να εξαχνίσει | |||
α' πληθ. | εξαχνίσαμε | θα εξαχνίσουμε | να εξαχνίσουμε | |||
β' πληθ. | εξαχνίσατε | θα εξαχνίσετε | να εξαχνίσετε | εξαχνίστε | ||
γ' πληθ. | εξάχνισαν εξαχνίσαν(ε) |
θα εξαχνίσουν(ε) | να εξαχνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαχνίσει | είχα εξαχνίσει | θα έχω εξαχνίσει | να έχω εξαχνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαχνίσει | είχες εξαχνίσει | θα έχεις εξαχνίσει | να έχεις εξαχνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαχνίσει | είχε εξαχνίσει | θα έχει εξαχνίσει | να έχει εξαχνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαχνίσει | είχαμε εξαχνίσει | θα έχουμε εξαχνίσει | να έχουμε εξαχνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαχνίσει | είχατε εξαχνίσει | θα έχετε εξαχνίσει | να έχετε εξαχνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαχνίσει | είχαν εξαχνίσει | θα έχουν εξαχνίσει | να έχουν εξαχνίσει |
|