ετερομήκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετερομήκης < αρχαία ελληνική ἑτερομήκης
Επίθετο[επεξεργασία]
ετερομήκης
- (μαθηματικά) (για πολύγωνο) που οι πλευρές του έχουν διαφορετικό μήκος
- (μαθηματικά) (για αριθμό) που δεν είναι τετράγωνο άλλου αριθμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετερομήκης
|