ισοβαθμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισοβαθμώ < ισόβαθμος

Ρήμα[επεξεργασία]

ισοβαθμώ

  • έχω ίσους βαθμούς με άλλους συναγωνιζόμενους σε διαγωνισμό, πρωτάθλημα κλπ.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]