ισχνόφωνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισχνόφωνος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ισχνόφωνος, -η, -ο

  • που έχει άτονη, σιγανή, αδύνατη φωνή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]