καδρονιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καδρονιάζω < καδρόνι

Ρήμα[επεξεργασία]

καδρονιάζω

  1. στήνω καδρόνια
  2. μετατρέπω ακατέργαστο ξύλο σε καδρόνι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]