καταλυπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταλυπώ < κατα- + λυπώ

Ρήμα[επεξεργασία]

καταλυπώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]