κουσκουσουρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουσκουσουρεύω < κουσκουσούρης + -εύω < κουσκούς < τουρκική kuskus / kuşkuş < αραβική كسكس (kuskus)

Ρήμα[επεξεργασία]

κουσκουσουρεύω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]