κουτουλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουτουλίζω < κουτρώ

Ρήμα[επεξεργασία]

κουτουλίζω κερατίζω,

για τους ανθρώπους κτυπώ με το κεφάλι ή κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω

«εσύ κοτυλάς από τη νύστα»

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]