κύρις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κύρις < παραφθορά του κύριος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κύρις αρσενικό (θηλυκό: κυρά)
κύρις αρσενικό (θηλυκό: κυρά)