λαγούτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαγούτο < λαούτο με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [ɣ]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαγούτο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) → δείτε τη λέξη λαούτο