μεγαλειωδώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλειωδώς < μεγαλειώδης
Επίρρημα[επεξεργασία]
μεγαλειωδώς
- με μεγαλείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλειωδώς
μεγαλειωδώς