μετεκπαιδεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετεκπαιδεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος μετεκπαιδεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

μετεκπαιδεύομαι

→ δείτε τη λέξη μετεκπαιδεύω