μετοίκιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετοίκιον < μέτοικος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετοίκιον ουδέτερο

  • (οικονομία) φόρος που κατέβαλαν στην αρχαία Αθήνα οι εγκατεστημένοι ξένοι (μέτοικοι), δώδεκα δραχμές τον χρόνο (1 δραχμή τον μήνα) ο άνδρας και 6 δραχμές ετησίως η γυναίκα
    ※  Ισαίος δε εν τώ κατ' Ελπαγόρου και Δημοφάνους υποσημαίνει ότι ο μεν ανήρ ιβ' δραχμάς ετέλει μετοίκιον, ή δε γυνή στ' (Σούιδας)

Πηγές[επεξεργασία]