μικροβένθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικροβένθος < μικρό και βένθος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μικροβένθος ουδέτερο

  • μια από τις υποδιαιρέσεις του ζωοβένθους και συγκεκριμένα εκείνη στην οποία ανήκουν οι υδρόβιοι οργανισμοί μεγέθους μικρότερου του 0,1 mm (ή με άλλη ταξινόμηση μικρότεροι των 0,045 mm)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]