μονιμοποιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονιμοποιούμαι, παθητική φωνή του μονιμοποιώ
Ρήμα[επεξεργασία]
μονιμοποιούμαι
- → δείτε τη λέξη μονιμοποιώ
μονιμοποιούμαι