μονομιάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- από τη φράση μόνο μιας < με μιας (με τη μία)
Επίρρημα[επεξεργασία]
μονομιάς (τροπικό)
- η ατμόσφαιρα άλλαξε μονομιάς
- με μια κίνηση
- τα κατέστρεψε όλα μονομιάς
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονομιάς
|