μπαλσαμώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαλσαμώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
μπαλσαμώνω
- → δείτε τη λέξη βαλσαμώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπαλσαμώνω | μπαλσάμωνα | θα μπαλσαμώνω | να μπαλσαμώνω | μπαλσαμώνοντας | |
β' ενικ. | μπαλσαμώνεις | μπαλσάμωνες | θα μπαλσαμώνεις | να μπαλσαμώνεις | μπαλσάμωνε | |
γ' ενικ. | μπαλσαμώνει | μπαλσάμωνε | θα μπαλσαμώνει | να μπαλσαμώνει | ||
α' πληθ. | μπαλσαμώνουμε | μπαλσαμώναμε | θα μπαλσαμώνουμε | να μπαλσαμώνουμε | ||
β' πληθ. | μπαλσαμώνετε | μπαλσαμώνατε | θα μπαλσαμώνετε | να μπαλσαμώνετε | μπαλσαμώνετε | |
γ' πληθ. | μπαλσαμώνουν(ε) | μπαλσάμωναν μπαλσαμώναν(ε) |
θα μπαλσαμώνουν(ε) | να μπαλσαμώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπαλσάμωσα | θα μπαλσαμώσω | να μπαλσαμώσω | μπαλσαμώσει | ||
β' ενικ. | μπαλσάμωσες | θα μπαλσαμώσεις | να μπαλσαμώσεις | μπαλσάμωσε | ||
γ' ενικ. | μπαλσάμωσε | θα μπαλσαμώσει | να μπαλσαμώσει | |||
α' πληθ. | μπαλσαμώσαμε | θα μπαλσαμώσουμε | να μπαλσαμώσουμε | |||
β' πληθ. | μπαλσαμώσατε | θα μπαλσαμώσετε | να μπαλσαμώσετε | μπαλσαμώστε | ||
γ' πληθ. | μπαλσάμωσαν μπαλσαμώσαν(ε) |
θα μπαλσαμώσουν(ε) | να μπαλσαμώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπαλσαμώσει | είχα μπαλσαμώσει | θα έχω μπαλσαμώσει | να έχω μπαλσαμώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπαλσαμώσει | είχες μπαλσαμώσει | θα έχεις μπαλσαμώσει | να έχεις μπαλσαμώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπαλσαμώσει | είχε μπαλσαμώσει | θα έχει μπαλσαμώσει | να έχει μπαλσαμώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπαλσαμώσει | είχαμε μπαλσαμώσει | θα έχουμε μπαλσαμώσει | να έχουμε μπαλσαμώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπαλσαμώσει | είχατε μπαλσαμώσει | θα έχετε μπαλσαμώσει | να έχετε μπαλσαμώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπαλσαμώσει | είχαν μπαλσαμώσει | θα έχουν μπαλσαμώσει | να έχουν μπαλσαμώσει |
|