μπαταλεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαταλεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

μπαταλεύω

  • Το ρήμα μπαταλεύω σημαίνει ότι παχαίνω απότομα, γίνομαι δυσκίνητος και πλαδαρός.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]