μπραντεφέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπραντεφέρ < γαλλική bras de fer
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπραντεφέρ ουδέτερο άκλιτο
- → δείτε τη λέξη μπρα-ντε-φέρ
μπραντεφέρ ουδέτερο άκλιτο