μυστρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
μυστρίζω
- επαλείφω μια επιφάνεια (τοίχου ή άλλη) χρησιμοποιώντας μυστρί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μυστρίζω | μύστριζα | θα μυστρίζω | να μυστρίζω | μυστρίζοντας | |
β' ενικ. | μυστρίζεις | μύστριζες | θα μυστρίζεις | να μυστρίζεις | μύστριζε | |
γ' ενικ. | μυστρίζει | μύστριζε | θα μυστρίζει | να μυστρίζει | ||
α' πληθ. | μυστρίζουμε | μυστρίζαμε | θα μυστρίζουμε | να μυστρίζουμε | ||
β' πληθ. | μυστρίζετε | μυστρίζατε | θα μυστρίζετε | να μυστρίζετε | μυστρίζετε | |
γ' πληθ. | μυστρίζουν(ε) | μύστριζαν μυστρίζαν(ε) |
θα μυστρίζουν(ε) | να μυστρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μύστρισα | θα μυστρίσω | να μυστρίσω | μυστρίσει | ||
β' ενικ. | μύστρισες | θα μυστρίσεις | να μυστρίσεις | μύστρισε | ||
γ' ενικ. | μύστρισε | θα μυστρίσει | να μυστρίσει | |||
α' πληθ. | μυστρίσαμε | θα μυστρίσουμε | να μυστρίσουμε | |||
β' πληθ. | μυστρίσατε | θα μυστρίσετε | να μυστρίσετε | μυστρίστε | ||
γ' πληθ. | μύστρισαν μυστρίσαν(ε) |
θα μυστρίσουν(ε) | να μυστρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μυστρίσει | είχα μυστρίσει | θα έχω μυστρίσει | να έχω μυστρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μυστρίσει | είχες μυστρίσει | θα έχεις μυστρίσει | να έχεις μυστρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μυστρίσει | είχε μυστρίσει | θα έχει μυστρίσει | να έχει μυστρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μυστρίσει | είχαμε μυστρίσει | θα έχουμε μυστρίσει | να έχουμε μυστρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μυστρίσει | είχατε μυστρίσει | θα έχετε μυστρίσει | να έχετε μυστρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μυστρίσει | είχαν μυστρίσει | θα έχουν μυστρίσει | να έχουν μυστρίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυστρίζω
|