ξαλέθω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαλέθω < μεσαιωνική ελληνική ξε + ἀλέθω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαλέθω
- τελειώνω το άλεσμα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Όσο ν' αλέσω να ξαλέσω, έγινε το φαῒ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαλέθω | ξάλεθα | θα ξαλέθω | να ξαλέθω | ξαλέθοντας | |
β' ενικ. | ξαλέθεις | ξάλεθες | θα ξαλέθεις | να ξαλέθεις | ξάλεθε | |
γ' ενικ. | ξαλέθει | ξάλεθε | θα ξαλέθει | να ξαλέθει | ||
α' πληθ. | ξαλέθουμε | ξαλέθαμε | θα ξαλέθουμε | να ξαλέθουμε | ||
β' πληθ. | ξαλέθετε | ξαλέθατε | θα ξαλέθετε | να ξαλέθετε | ξαλέθετε | |
γ' πληθ. | ξαλέθουν(ε) | ξάλεθαν ξαλέθαν(ε) |
θα ξαλέθουν(ε) | να ξαλέθουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξάλεσα | θα ξαλέσω | να ξαλέσω | ξαλέσει | ||
β' ενικ. | ξάλεσες | θα ξαλέσεις | να ξαλέσεις | ξάλεσε | ||
γ' ενικ. | ξάλεσε | θα ξαλέσει | να ξαλέσει | |||
α' πληθ. | ξαλέσαμε | θα ξαλέσουμε | να ξαλέσουμε | |||
β' πληθ. | ξαλέσατε | θα ξαλέσετε | να ξαλέσετε | ξαλέστε | ||
γ' πληθ. | ξάλεσαν ξαλέσαν(ε) |
θα ξαλέσουν(ε) | να ξαλέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαλέσει | είχα ξαλέσει | θα έχω ξαλέσει | να έχω ξαλέσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαλέσει | είχες ξαλέσει | θα έχεις ξαλέσει | να έχεις ξαλέσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαλέσει | είχε ξαλέσει | θα έχει ξαλέσει | να έχει ξαλέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαλέσει | είχαμε ξαλέσει | θα έχουμε ξαλέσει | να έχουμε ξαλέσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαλέσει | είχατε ξαλέσει | θα έχετε ξαλέσει | να έχετε ξαλέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαλέσει | είχαν ξαλέσει | θα έχουν ξαλέσει | να έχουν ξαλέσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαλέθω
|