ξαπολνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαπολνώ < μεσαιωνική ελληνική ξαπολνῶ < ξε και ἀπολνῶ < ἀπολύω ή ἐξαπολύω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαπολνώ

  1. ξαποστέλνω, απαλάσσομαι από την παρουσία καποιου όχι με ιδιαίτερα κομψό τρόπο
  2. αμολώ και εξαπολύω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]