ξεκόφτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκόφτω < ξε + κόφτω < κόπτω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεκόφτω

→ δείτε τη λέξη  ξεκόβω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]