ξεμασκαρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

ξε- + μασκαρεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

  • αποκαλύπτω το πραγματικό πρόσωπο, αποκαλύπτω απάτη


Συνώνυμα[επεξεργασία]

μερική συνωνυμία[επεξεργασία]