ξενοικιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενοικιάζω < ξε και νοικιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξενοικιάζω, παθ. φωνή: ξενοικιάζομαι, παθ. μτχ.: ξενοικιασμένος

  1. λύνω το συμβόλαιο ενοικίασης που είχα υπογράψει με τον ιδιοκτήτη ενός ακινήτου ή αντίθετα με τον ενοκιαστή
    Θα πουλήσω το σπίτι και πρέπει να το ξενοικιάσω
    Βρήκα χαμηλότερο ενοικιο και θα ξενοικιάσω το τριάρι που κρατάω τώρα στα Πατήσια

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]