ξενοκοιμούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενοκοιμούμαι < ξένο + κοιμούμαι

Ρήμα[επεξεργασία]

ξενοκοιμούμαι και ξενοκοιμάμαι

  1. έχω ερωτική σχέση και κοιμάμαι τα βράδια μακριά από τη συζυγική κλίνη
  2. απατώ τον ερωτικό μου σύντροφο (χωρίς απαραιτήτως να κοιμάμαι σε ξένο σπίτι)
  3. για διάφορους λόγους κοιμάμαι σε σπίτια άλλων, όχι στο δικό μου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]