ξενοκοιμούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξενοκοιμούμαι και ξενοκοιμάμαι
- έχω ερωτική σχέση και κοιμάμαι τα βράδια μακριά από τη συζυγική κλίνη
- απατώ τον ερωτικό μου σύντροφο (χωρίς απαραιτήτως να κοιμάμαι σε ξένο σπίτι)
- για διάφορους λόγους κοιμάμαι σε σπίτια άλλων, όχι στο δικό μου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξενοκοιμούμαι
|