ξένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξένος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ξένος (φιλοξενούμενος)[1] < προελληνική
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkse.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξέ‐νος
Επίθετο
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξένος | η | ξένη | το | ξένο |
γενική | του | ξένου | της | ξένης | του | ξένου |
αιτιατική | τον | ξένο | την | ξένη | το | ξένο |
κλητική | ξένε | ξένη | ξένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξένοι | οι | ξένες | τα | ξένα |
γενική | των | ξένων | των | ξένων | των | ξένων |
αιτιατική | τους | ξένους | τις | ξένες | τα | ξένα |
κλητική | ξένοι | ξένες | ξένα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ξένος -η -ο
- που προέρχεται από άλλο τόπο
- ⮡ Μου λέτε πώς είναι η αφετηρία των υπεραστικών λεωφορείων, γιατί είμαι ξένη στα μέρη σας;
- που προέρχεται από ή ανήκει σε ή χαρακτηρίζει άλλη χώρα
- ⮡ ξένη γλώσσα, ξένα πανεπιστήμια, το ξένο κεφάλαιο
- που δε μου ταιριάζει ή δεν είμαι εξοικειωμένος/εξοικειωμένη μαζί του
- ⮡ Μου είναι ξένες αυτές οι συνήθειες.
- που ανήκει σε κάποιον άλλο
- ⮡ Δεν μπορώ να φορέσω ξένα ρούχα.
- ⮡ Ο ξένος πόνος δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους.
- (θεωρία συνόλων) για σύνολα που δεν έχουν κοινά στοιχεία μεταξύ τους, που η τομή τους είναι το κενό σύνολο
- ⮡ τα σύνολα { α, β } και { γ, δ, ε } είναι ξένα σύνολα
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ξένο σώμα: κάτι που δεν μπορεί να ενταχθεί οργανικά σε ένα σύνολο
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
ξεν-
ξεν-
Σύνθετα
[επεξεργασία]- ξενάγηση
- ξεναγός
- ξενηλασία
- ξενογλωσσία
- ξενόγλωσσος
- ξενοδοχείο
- ξενοδόχος
- ξενοδουλεύω
- ξενόδουλος
- ξενοδοχείο
- ξενοδόχος
- ξενοδοχοϋπάλληλος
- ξενοκίνητος
- ξενοκοιμάμαι
- ξενοκοιτάζω
- ξενόκουμπο
- ξενοκρατία
- ξενολατρία
- ξενομανία
- ξενομερίτης
- ξενοπλένω
- ξενότροπος
- ξενόφερτος
- ξενοφιλία
- ξενοφοβία
- φιλοξενία
- φιλόξενος
- φιλοξενώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξένος
|
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξένος | οι | ξένοι |
γενική | του | ξένου | των | ξένων |
αιτιατική | τον | ξένο | τους | ξένους |
κλητική | ξένε | ξένοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ξένος αρσενικό (θηλυκό ξένη)
- αυτός που προέρχεται από άλλο τόπο
- ⮡ Άνοιξε ο ξένος μαγαζί στο νησί μας και περιμένει να πάει καλά!
- αλλοδαπός
- ⮡ Δεν ξέρει από ελληνικά γλέντια ο άνθρωπος, είναι ξένος.
- αυτός που δεν ανήκει στην οικογένεια
- ⮡ Δε θέλω να λες σε ξένους τα οικογενειακά μας.
- φιλοξενούμενος
- ⮡ Καλύτερα σε μια βδομάδα, γιατί αυτό το Σαββατοκύριακο έχουμε ξένους στο σπίτι.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξένος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ξένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξένος < ξένϝος < προελληνική (Χρειάζεται ανάπτυξη και τεκμηρίωση)
- και (ουσιαστικοποιημένο)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ξένος | ἡ | ξένη - ξένος | τὸ | ξένον |
γενική | τοῦ | ξένου | τῆς | ξένης - ξένου | τοῦ | ξένου |
δοτική | τῷ | ξένῳ | τῇ | ξένῃ - ξένῳ | τῷ | ξένῳ |
αιτιατική | τὸν | ξένον | τὴν | ξένην - ξένον | τὸ | ξένον |
κλητική ὦ! | ξένε | ξένη - ξένε | ξένον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ξένοι | αἱ | ξέναι - ξένοι | τὰ | ξένᾰ |
γενική | τῶν | ξένων | τῶν | ξένων - ξένων | τῶν | ξένων |
δοτική | τοῖς | ξένοις | ταῖς | ξέναις - ξένοις | τοῖς | ξένοις |
αιτιατική | τοὺς | ξένους | τὰς | ξένᾱς - ξένους | τὰ | ξένᾰ |
κλητική ὦ! | ξένοι | ξέναι - ξένοι | ξένᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξένω | τὼ | ξένᾱ - ξένω | τὼ | ξένω |
γεν-δοτ | τοῖν | ξένοιν | τοῖν | ξέναιν - ξένοιν | τοῖν | ξένοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ξένος, -η, -ον και -ος, -ος, -ον
- ξένος, από άλλη χώρα, αλλοεθνής, αλλοδαπός
- αδαής, ανίδεος, άσχετος
- αλλόκοτος, παράδοξος, περίεργος, ασυνήθιστος
- δείτε και το #ουσιαστικό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες ξεῖνοί τε πτωχοί τε ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 208)
- (και φτωχοί και ξένοι, από το Δία μας έρχονται)
Παράγωγα
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
ξεν-
ξεν-
Σύνθετα
[επεξεργασία]- ξεναγός
- ξεναγέτης
- ξεναπάτης (που εξαπατά ξένους)
- ξενηλατέω (διώχνω ξένους)
- ξενοδαΐκτης, ξενοκτόνος και ξενοφόνος(που σκοτώνει φιλοξενούμενο ή ξένο)
- ξενοφονέω και ξενοκτονέω
- ξενοδόκος (ο ξενοδόχος)
- ξενοδοκέω
- ξενοδοχία
- ξενολόγος (που στρατολογεί ξένους)
- ξενόστασις (πρόχειρο πανδοχείο)
- ξενότιμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξένος αρσενικό ιωνικός τύπος : ξεῖνος
- φίλος από φιλοξενία, ο επισκέπτης, ο μουσαφίρης
- φιλική προσφώνηση: 'ὦ ξένε
- ο ξένος από άλλη χώρα
- ικέτης ξενικής καταγωγής
- προσωρινός κάτοικος
- μισθοφόρος
Πηγές
[επεξεργασία]- ξένος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ξένος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ξένος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξένος' (νέα ελληνικά)
- Θεωρία συνόλων (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Επικοί τύποι
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'ὕπατος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξένος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)