Μετάβαση στο περιεχόμενο

παραξενεύω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: παραξενιάζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραξενεύω < παράξενος + -εύω

παραξενεύω (παθητική φωνή: παραξενεύομαι

  1. εκπλήσσω κάποιον με μια ασυνήθιστη ενέργεια ή κατάσταση, του προκαλώ απορία
  2. γίνομαι παράξενος
    άλλες μορφές: παραξενιάζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]