παραξενεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραξενεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος παραξενεύω < παράξενος < αρχαία ελληνική παράξενος < παρά + ξένος

Ρήμα[επεξεργασία]

παραξενεύομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]