παραξενιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]παραξενιάζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραξενιάζω | παραξένιαζα | θα παραξενιάζω | να παραξενιάζω | παραξενιάζοντας | |
β' ενικ. | παραξενιάζεις | παραξένιαζες | θα παραξενιάζεις | να παραξενιάζεις | παραξένιαζε | |
γ' ενικ. | παραξενιάζει | παραξένιαζε | θα παραξενιάζει | να παραξενιάζει | ||
α' πληθ. | παραξενιάζουμε | παραξενιάζαμε | θα παραξενιάζουμε | να παραξενιάζουμε | ||
β' πληθ. | παραξενιάζετε | παραξενιάζατε | θα παραξενιάζετε | να παραξενιάζετε | παραξενιάζετε | |
γ' πληθ. | παραξενιάζουν(ε) | παραξένιαζαν παραξενιάζαν(ε) |
θα παραξενιάζουν(ε) | να παραξενιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραξένιασα | θα παραξενιάσω | να παραξενιάσω | παραξενιάσει | ||
β' ενικ. | παραξένιασες | θα παραξενιάσεις | να παραξενιάσεις | παραξένιασε | ||
γ' ενικ. | παραξένιασε | θα παραξενιάσει | να παραξενιάσει | |||
α' πληθ. | παραξενιάσαμε | θα παραξενιάσουμε | να παραξενιάσουμε | |||
β' πληθ. | παραξενιάσατε | θα παραξενιάσετε | να παραξενιάσετε | παραξενιάστε | ||
γ' πληθ. | παραξένιασαν παραξενιάσαν(ε) |
θα παραξενιάσουν(ε) | να παραξενιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραξενιάσει | είχα παραξενιάσει | θα έχω παραξενιάσει | να έχω παραξενιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραξενιάσει | είχες παραξενιάσει | θα έχεις παραξενιάσει | να έχεις παραξενιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραξενιάσει | είχε παραξενιάσει | θα έχει παραξενιάσει | να έχει παραξενιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραξενιάσει | είχαμε παραξενιάσει | θα έχουμε παραξενιάσει | να έχουμε παραξενιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραξενιάσει | είχατε παραξενιάσει | θα έχετε παραξενιάσει | να έχετε παραξενιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραξενιάσει | είχαν παραξενιάσει | θα έχουν παραξενιάσει | να έχουν παραξενιάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραξενιάζω
|