alien
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
alien | aliens |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]alien (en)
- (νομικός όρος) ο αλλοδαπός, ο ξένος που κατοικεί σε άλλη χώρα
an illegal alien - παράνομος αλλοδαπός
- ο εξωγήινος
They are aliens from the outer reaches of space.
- Είναι εξωγήινοι από τα εξωτερικά όρια του διαστήματος.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
alien | aliens |
alien (fr) αρσενικό