Μετάβαση στο περιεχόμενο

alien

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
alien aliens

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alien (en)

  1. (νομικός όρος) ο αλλοδαπός, ο ξένος που κατοικεί σε άλλη χώρα
    παράδειγμα  an illegal alien - παράνομος αλλοδαπός
  2. ο εξωγήινος
    παράδειγμα  They are aliens from the outer reaches of space.
    Είναι εξωγήινοι από τα εξωτερικά όρια του διαστήματος.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
alien aliens

alien (fr) αρσενικό

  1. ο εξωγήινος
     συνώνυμα: extraterrestre