ξενοπλένω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ξενοπλένω
- εργάζομαι ως πλύστρα
- αναγκάζομαι να πλένω τα ρούχα ξένων νοικοκυριών για να στηρίξω την οικογένειά μου ή γενικά για να επιβιώσω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξενοπλένω
|