φιλοξενούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλοξενούμενος < φιλοξενούμαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φιλοξενούμενος αρσενικό
- ο επισκέπτης, αυτός που τον υποδέχεται κάποιος στο σπίτι του ή στην περιοχή του
- η χορωδία θα είναι φιλοξενούμενη του Μεγάρου Μουσικής
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη φιλόξενος