ξενόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ξενόω < ξένος
Ρήμα[επεξεργασία]
ξενόω και ξενίζω
- φιλοξενώ
- δίνω δώρα φιλοξενίας
- ξενοῦμαι: με φιλοξενούν, μένω σε ξένο τόπο και με φιλεύουν
- ξενοῦμαι: συχνά για πόλεις που συνάπτουν δεσμούς φιλιας
- πόλιες ἀλλήλῃσι ἐξεινώθησαν
- (μεταγενέστερη έννοια) αποξενώνω, αφαιρώ κάτι από κάποιον