disjoint
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]disjoint (en)
- ασύνδετος
- (θεωρία συνόλων) ξένος, για σύνολα που δεν έχουν μεταξύ τους κοινά στοιχεία
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- disjoint στην αγγλική Βικιπαίδεια