ξενοκοιτάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενοκοιτάζω < ξένος + κοιτάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξενοκοιτάζω

  1. ενώ είμαι δεσμευμένος, διερευνώ με ενδιαφέρον και άλλες επιλογές, κυρίως ερωτικές
    Η γυναίκα του είναι κούκλα αλλά αυτός ξενοκοιτάζει

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]