jupon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
jupon jupons

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

jupon (fr) θηλυκό

  1. το μεσοφόρι
  2. (μεταφορικά) οι γυναίκες ή τα κορίτσια, γενικά
    coureur de jupon - γόης / καμάκι
    courir le jupon - κάνω καμάκι



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

jupon (eo)