jupon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
jupon | jupons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jupon (fr) θηλυκό
- το μεσοφόρι
- (μεταφορικά) οι γυναίκες ή τα κορίτσια, γενικά
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
jupon (eo)